συναρχοστατούμαι

συναρχοστατούμαι
-έομαι, Α
μετέχω σε εκλογές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀρχή «εξουσία» + -στατῶ (< -στάτης < ἵστημι, πρβλ. πρωτοστατῶ), πρβλ. και ἀρχοστάσια «εκλογές»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”